κανίβαλος — ο (λ. ισπαν.), ανθρωποφάγος: Δεν υπάρχουν κανίβαλοι στην Ευρώπη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κανιβαλισμός — Η κατανάλωση ανθρώπινου κρέατος για τελετουργικούς λόγους. Ο όρος κανίβαλος προέρχεται (μέσω του ισπανικού canibal) από το cannibe (= γενναίος), εθνικό όνομα μιας ομάδας Καρίβων (ιθαγενών των βορειοανατολικών περιοχών της Νότιας Αμερικής) στους… … Dictionary of Greek
άγριος — Εκείνος που ζει στα χωράφια και γενικά σε απομονωμένες περιοχές, ο απολίτιστος, αυτός που δεν έχει εξημερωθεί. Ο χαρακτηρισμός ά. συνηθίζεται κυρίως προκειμένου να επισημανθούν οι κάτοικοι ορισμένων περιοχών της Αφρικής και της Πολυνησίας, που… … Dictionary of Greek
ανθρωποβορώ — ἀνθρωποβορῶ έω (AM) είμαι ανθρωποφάγος, φέρομαι σαν κανίβαλος … Dictionary of Greek
ανθρωποφάγος — Ονομασία των δύο από τα δώδεκα νησάκια από τα οποία αποτελείται η συστάδα των νησίδων Φούρνοι στα Α της Ικαρίας. Βρίσκονται περίπου 2,5 χλμ. Α του ακρωτηρίου Αγριδιό των νησιών Φούρνοι. Το ένα λέγεται Μεγάλος Α. ή Ανθρώ και το άλλο Μικρός Α. ή… … Dictionary of Greek
καννίβαλος — ο βλ. κανίβαλος … Dictionary of Greek
καραϊβικός — ή, ό και καραβικός, ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Καραΐβες 2. φρ. α) «Καραϊβική Θάλασσα» η θάλασσα τών Αντιλών β) «Καραϊβικά Νησιά» οι μικρές Αντίλες γ) «καραϊβικές γλώσσες» γλώσσες που μιλιούνται στην Κεντρική και Νότια Αμερική.… … Dictionary of Greek
σαρκοφάγος — Νεκρική λάρνακα λίθινη ή πήλινη, σε χρήση από την προϊστορική εποχή ως το Μεσαίωνα. Οι πρώτες σ. εμφανίζονται στην Αίγυπτο κατά την 3η π.Χ. χιλιετία: είναι ξύλινες κιβωτιόσχημες, με ζωγραφική ή πλαστική διακόσμηση, ή ανθρωποειδείς με κάλυμμα που… … Dictionary of Greek
ανθρωποφάγος — ο 1. κανίβαλος. 2. μτφ., σκληρός, απάνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)