κανίβαλος

κανίβαλος
και καννίβαλος, ο
1. ανθρωποφάγος
2. μτφ. θηριώδης, άγριος, απάνθρωπος, ωμός, αγριάνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cannibale < ισπ. canibal ή caribal < αραουακικό caniba ή carib- «γενναίος, δυνατός άνδρας» (γλώσσα τών ιθαγενών τών Αντιλών)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κανίβαλος — ο (λ. ισπαν.), ανθρωποφάγος: Δεν υπάρχουν κανίβαλοι στην Ευρώπη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κανιβαλισμός — Η κατανάλωση ανθρώπινου κρέατος για τελετουργικούς λόγους. Ο όρος κανίβαλος προέρχεται (μέσω του ισπανικού canibal) από το cannibe (= γενναίος), εθνικό όνομα μιας ομάδας Καρίβων (ιθαγενών των βορειοανατολικών περιοχών της Νότιας Αμερικής) στους… …   Dictionary of Greek

  • άγριος — Εκείνος που ζει στα χωράφια και γενικά σε απομονωμένες περιοχές, ο απολίτιστος, αυτός που δεν έχει εξημερωθεί. Ο χαρακτηρισμός ά. συνηθίζεται κυρίως προκειμένου να επισημανθούν οι κάτοικοι ορισμένων περιοχών της Αφρικής και της Πολυνησίας, που… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωποβορώ — ἀνθρωποβορῶ έω (AM) είμαι ανθρωποφάγος, φέρομαι σαν κανίβαλος …   Dictionary of Greek

  • ανθρωποφάγος — Ονομασία των δύο από τα δώδεκα νησάκια από τα οποία αποτελείται η συστάδα των νησίδων Φούρνοι στα Α της Ικαρίας. Βρίσκονται περίπου 2,5 χλμ. Α του ακρωτηρίου Αγριδιό των νησιών Φούρνοι. Το ένα λέγεται Μεγάλος Α. ή Ανθρώ και το άλλο Μικρός Α. ή… …   Dictionary of Greek

  • καννίβαλος — ο βλ. κανίβαλος …   Dictionary of Greek

  • καραϊβικός — ή, ό και καραβικός, ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Καραΐβες 2. φρ. α) «Καραϊβική Θάλασσα» η θάλασσα τών Αντιλών β) «Καραϊβικά Νησιά» οι μικρές Αντίλες γ) «καραϊβικές γλώσσες» γλώσσες που μιλιούνται στην Κεντρική και Νότια Αμερική.… …   Dictionary of Greek

  • σαρκοφάγος — Νεκρική λάρνακα λίθινη ή πήλινη, σε χρήση από την προϊστορική εποχή ως το Μεσαίωνα. Οι πρώτες σ. εμφανίζονται στην Αίγυπτο κατά την 3η π.Χ. χιλιετία: είναι ξύλινες κιβωτιόσχημες, με ζωγραφική ή πλαστική διακόσμηση, ή ανθρωποειδείς με κάλυμμα που… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωποφάγος — ο 1. κανίβαλος. 2. μτφ., σκληρός, απάνθρωπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”